-
1 σφύριγμα
τό1) свист, свисток; гудение, гудок; 2) шипение; 3) освистывание -
2 σφύριγμα
[сфиригма] ουσ. о. свист, шипение, хрипение,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σφύριγμα
-
3 σφύριγμα
[сфиригма] ουσ ο свист, шипение, хрипение. -
4 σφύριγμα
el xiulet -
5 σφύριγμα
whistleΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σφύριγμα
-
6 ıslık
σφύριγμα -
7 свист
-а α.σφύριγμα, σύριγμα•пронзительный свист διαπεραστικό σφύριγμα•
свист ветра το σφύριγμα του ανέμου•
однообразный свист μονότονο σφύριγμα•
свист пуль σφύριγμα των σφαιρών•
художественный свист μελωδικό σφύριγμα.
-
8 свист
-
9 свист
свистм τό σφύριγμα, τό σύρισμα:\свист ветра τό σφύριγμα τοῦ ἀνεμου. -
10 высвистывание
-я ουδ.σφύριγμα. || σφύριγμα τραγουδιού. -
11 подсвист
-а α.υποσφύριγμα, σιγανό σφύριγμα, συνόδευση μελωδίας με σιγανό σφύριγμα. -
12 зуммирование
(свист в линии передачи) το σφύριγμα (στη γραμμή επικοινωνίας)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зуммирование
-
13 свист
το σφύριγμα, το σύριγμα, ο συριγμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > свист
-
14 свисток
1. (приспособление, при помощи которого производится свист) η συρίκτρα, η σφυρίχτρα 2. (свист) το σφύριγμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > свисток
-
15 шипение
(ак) το σφύριγμα, ο συριγμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шипение
-
16 гудение
гудениес ἡ βοή, ὁ βόμβος / ὁ συριγμός, τό σφύριγμα (гудка). -
17 посвист
посвистм τό σφύριγμα -
18 свисток
свистокм1. (инструмент) ἡ σφυρίχτρα·2. (звук) τό σφύριγμα. -
19 шипение
шипе||ниес τό σφύριγμα/ τό τσιτσίρι-σμα (масла и т. п.). -
20 σιγμός
ο см. σφύριγμα
См. также в других словарях:
σφύριγμα — το, ατος παραγωγή συριστικού ήχου: Μ ένα σφύριγμα ειδοποίησε τους συντρόφους του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφύριγμα — το, Ν [σφυρίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σφυρίζω, το να εκβάλλει κανείς οξύ, διαπεραστικό ήχο φυσώντας με σφιγμένα τα χείλη ή με ένα κατάλληλο όργανο, σύριγμα 2. συνεκδ. ο οξύς, διαπεραστικός ήχος που παράγεται όταν σφυρίζει κάποιος 3 … Dictionary of Greek
ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… … Dictionary of Greek
ροίζησις — ήσεως, ἡ, Α [ῥοιζῶ (Ι)] 1. συριγμός, σφύριγμα 2. η κίνηση τού βέλους, το σφύριγμα τού βέλους … Dictionary of Greek
σφυρίζω — και σφυρώ και ως ασυναίρ. σφυράω Ν 1. εκβάλλω οξύ, διαπεραστικό ήχο φυσώντας με σφιγμένα τα χείλη ή με τα δάχτυλα στο στόμα ή με ένα κατάλληλο όργανο, συρίζω 2. ειδοποιώ, ανακοινώνω, δίνω σύνθημα με σφύριγμα (α. «όταν περνάς έξω από το σπίτι μου … Dictionary of Greek
σφυριχτός — ή, ό, Ν [σφυρίζω] 1. αυτός που γίνεται με σφύριγμα («τραγούδι σφυριχτό») 2. αυτός που σφυρίζει («με ανέμους / που σφυριχτοί φυσούσανε», Εφταλ. Οδ.) 3. μτφ. (για χτύπημα) σβουριχτός, ισχυρός και ξαφνικός. επίρρ... σφυριχτά Ν με σφύριγμα … Dictionary of Greek
σύριγμα — και σύρισμα, το, ΝΑ και σούρισμα και σούριγμα Ν [συρίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συρίζω, ο ήχος τής σύριγγας, το σφύριγμα (α. «ακούστηκε ένα οξύ σύριγμα» β. «μὴ... διολέσῃς... Πανὸς ἕδρας, ἔνθ ἔχει συρίγματα», Ευρ.) 2. συριστικός ήχος … Dictionary of Greek
αποσυρίζω — ἀποσυρίζω (Α) 1. σφυρίζω αμέριμνα 2. ( ομαι) ηχώ, ακούγομαι σαν σφύριγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + συρίζω (Ι) < σύριγξ «αυλός»] … Dictionary of Greek
ευροίζητος — εὐροίζητος, ον (Α) (για βέλος) αυτός που συρίζει ηχηρά, που κινείται με δυνατό σφύριγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ροιζώ «σφυρίζω»] … Dictionary of Greek
εύροιζος — εὔροιζος, ον (Μ) (για χρυσό) αυτός που ηχεί καλά, που από τον ήχο του φαίνεται η γνησιότητά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ροίζος «βούισμα, σφύριγμα»] … Dictionary of Greek
ιάχημα — ἰάχημα, τὸ (Α) [ιαχώ] 1. κραυγή, βοή 2. το σφύριγμα τού φιδιού («ὄφεων ἰαχήμασι», Ευρ.) 3. ήχος οργάνου … Dictionary of Greek